νηφάλιος

νηφάλιος
-α, -ο (Α νηφάλιος, -ία, -ον, θηλ και -ος)
1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος
2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός
αρχ.
1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί
2. φρ. «νηφάλια μειλίγματα» — θυσίες που προσφέρονταν στις Ευμενίδες και οι οποίες περιείχαν μέλι, γάλα και νερό
β) «νηφάλιος κρατήρ» — κρατήρας που περιείχε υγρό το οποίο δεν ήταν αναμεμιγμένο με κρασί και χρησιμοποιούνταν σε θυσίες στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
γ) «νηφάλιοι εὐωχίαι» ή «νηφάλιαι θυσίαι» — σπονδές στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
δ) «νηφάλιοι βωμοί» — βωμοί στους οποίους γίνονταν οι νηφάλιες, χωρίς κρασί, θυσίες
ε) «νηφάλια θύειν» ή «νηφάλια σπένδειν» — η προσφορά νηφάλιων, χωρίς κρασί θυσιών
στ) «νηφάλια ξύλα» — ξύλα που χρησιμοποιούνταν στις νηφάλιες θυσίες
ζ) «νηφάλιον πόπανον» — είδος πίτας στρογγυλού σχήματος που προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών και η οποία δεν είχε ζυμωθεί με κρασί.
επίρρ...
νηφάλια και -ίως (Α νηφαλίως)
με νηφάλιο τρόπο, με καθαρό μυαλό με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- τού νήφω* «απέχω από το κρασί, έχω πνευματική διαύγεια» + επίθημα -άλιος (πρβλ. φυτ-άλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηφάλιος — unmixed with wine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφάλιος — α, ο 1. αυτός που δεν ήπιε ποτό, αμέθυστος: Σπάνια τον βρίσκεις νηφάλιο. 2. μτφ., αυτός που έχει καθαρό το μυαλό, τη σκέψη, ο συνετός, ο λογικός, ο ήρεμος, ο ατάραχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηφαλιώτερον — νηφάλιος unmixed with wine adverbial comp νηφάλιος unmixed with wine masc acc comp sg νηφάλιος unmixed with wine neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλίων — νηφάλιος unmixed with wine fem gen pl νηφάλιος unmixed with wine masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλίως — νηφάλιος unmixed with wine adverbial νηφάλιος unmixed with wine masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφάλιον — νηφάλιος unmixed with wine masc acc sg νηφάλιος unmixed with wine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλιωτάτη — νηφάλιος unmixed with wine fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλιωτέροις — νηφάλιος unmixed with wine masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλιωτέρους — νηφάλιος unmixed with wine masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαλιώτεροι — νηφάλιος unmixed with wine masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”